Το οικοσύστημα του Κόλπου είναι ιδανικό για την ευδοκίμηση των οστράκων. Έχει βυθό πολυποίκιλο και νερά πλούσια σε πλαγκτόν, για να βρίσκουν τα όστρακα το περιβάλλον, που χρειάζεται το κάθε είδος και άφθονη τροφή. Έτσι βρίσκουμε στρείδια στις πέτρες, χτένια στις φυκιάδες και στην αμμόλασπη, μύδια στα ρηχά του μυχού του Κόλπου, κυδώνια στον αμμουδερό βυθό, καλογριές στις δραγάνες, φούσκες και καλόγνωμες στους βραχότοπους και στις δραγάνες, αχιβάδες στις πετραδερές παραλίες, σωλήνες στη λάσπη, πίνες ριζωμένες στις φυκιάδες και άλλα.

 

Μαζί με τα όστρακα στον υπέροχο και απίθανα ζωντανό βυθό του οικοσυστήματος, οργιάζει η ζωή, μ’ ένα πλέγμα αλληλοεξάρτησης των ειδών, σε μια τροφική αλυσίδα, που η όποια διατάραξή της είναι εγκληματική, αφού φέρνει σίγουρα καταστροφή. Και η διατάραξη είναι δουλειά σχεδόν πάντα του ανθρώπου.

 

Από τους οργανισμούς που ζουν στο βυθό, άλλοι ζουν στην επιφάνειά του και άλλοι είναι χωμένοι στη λάσπη ή στην άμμο. Καθένας από αυτούς παίζει το ρόλο του κι όλοι μαζί στηρίζουν το οικοσύστημα. Κανείς τους δεν είναι άχρηστος ή επιζήμιος. Το αγγούρι π.χ. της θάλασσας (ο γρύλος) θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ένας άχρηστος οργανισμός. Μια καλή παρατήρηση όμως θα βρει στο στομάχι των κοβιών μικρούς γρύλους, άρα είναι τροφή. Απ’ την άλλη, ο ίδιος διατρέφεται με άμμο, που βάζει στον πεπτικό του σωλήνα, αφαιρεί τους μικροοργανισμούς, που γίνονται τροφή του και αποβάλλει ένα μακαρόνι πεντακάθαρης άμμου. Είναι, λοιπόν, ένας μικρός, φιλότιμος και άμισθος καθαριστής του βυθού και κατ’ επέκταση της θάλασσας. Τις κοχίλες θα τις βρούμε πάνω στα ψόφια ψάρια κατά σωρούς. Εξαφανίζουν κάθε πτώμα που θα μπορούσε να μολύνει τη θάλασσα με το σάπισμά του. Κι όταν καλοθραφούν, θα τις σπάσουν με τα σιδερένια σαγόνια τους οι τσιπούρες, για να γίνουν με τη σειρά τους τροφή σε ανώτερη θέση της τροφικής αλυσίδας. Άλλες πάλι θα τις αδειάσουν οι αστερίες και το κέλυφός τους θα χρησιμοποιηθεί για κατοικία από τα καρτσνάδια (βερνάρδος ο ερημίτης). Μαμούνια, σκουλίκια διάφορα, γαριδάκια, αχιβάδες χίλιων λογιών, σωλήνες και ων ούκ έστι αριθμός οργανισμών, ζουν κρυμμένα στην αμμόλασπη του βυθού, εργάζονται νυχθημερόν πολεμώντας νοσογόνους μικροοργανισμούς και προσφέρουν διπλή υπηρεσία γινόμενοι τροφή στα μπαρμπούνια, στα λιθρίνια, στα μουρμούρια και σε άλλα ψάρια που γίνονται νόστιμη τροφή του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος γι’ αυτές τις υπηρεσίες του βυθού ανακάλυψε τις λαγκάμνες…!

 

Έστησαν οι Καλλονιάτες την προτομή του Αριστοτέλη, γιατί πέρασε πριν δυόμιση χιλιετίες απ’ τον Κόλπο μας, τον μελέτησε, θαύμασε τον πλούτο του και προφήτευσε πως θα τον καταστρέψουν οι ψαράδες με τα σιδερένια εργαλεία που σέρνουν τον βυθό. Σοφός ήταν ο άνθρωπος, είδε αμέσως στην καρδιά το πρόβλημα. Αν μπορούσε να δει απ’ εκεί που βρίσκεται, πως ακόμα τραβούν λαγκάμνες στον Κόλπο και ισχυρίζονται συγχρόνως πως δεν κάνουν καμιά ζημιά, σίγουρα θα μας απαγόρευε να στήσουμε την προτομή του.

 

Οι λαγκάμνες, βαριά τριγωνικά, σιδερένια εργαλεία με χοντρό διχτένιο σάκκο, σύρονται στον βυθό με τις ισχυρές σύγχρονες μηχανές και τον γδέρνουν, τον σκάβουν, ξεριζώνουν τα φύκια, χαλούν τις φωλιές των ψαριών, οστράκων, σκουληκιών, μαλακίων, οστρακόδερμων, σκοτώνουν τους μικροοργανισμούς, σπάνε τα κελύφη των μυδιών και άλλων οστράκων κι αφήνουν πίσω τους ρημαδιό, για να μαζέψουν μερικά χτένια, μύδια ή κυδώνια. Η δουλειά αυτή έχει και διαβαθμίσεις. Ξεκινά από το έγκλημα στη φύση, περνά από τη ληστεία των επόμενων ανθρώπινων γενεών και φθάνει στην ανεπανόρθωτη καταστροφή του οικοσυστήματος. Γιατί ο άνθρωπος είναι άπληστος. Σε βασικούς τομείς της ζωής δε διαφέρει στη συμπεριφορά από τα ζώα κατώτερης βαθμίδας. Οι ακρίδες όταν πέσουν μαζεμένες σε βλάστηση, δεν αφήνουν τίποτα, άσχετα αν θα πεθάνουν ύστερα από πείνα. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι όταν πέσουν αφύλαχτοι στην εκμετάλλευση του οικοσυστήματος: το αχρηστεύουν για πάντα, γιατί φαίνεται πως έχουν λιγότερο μυαλό και ελαστικότερη ηθική από τους λύκους, οι οποίοι σκοτώνουν μόνο ό,τι χρειάζονται για τροφή.

 

Περνά η βαριά σιδεριά της λαγκάμνας πάνω από τις αποικίες των μυδιών, που κολλημένα το ένα με το άλλο σχηματίζουν όγκους κι αλλεπάλληλες στρώσεις στον βυθό. Ξεκολλούν κομμάτια με πολλά μύδια που θα δώσουν μεροκάματο, αλλά θα αφήσουν πίσω τους άσκοπο θάνατο, θρυμματίζοντας τα όστρακα πάνω από τα οποία πέρασε το βαρύ σίδερο. Άλλες πάλι λαγκάμνες θα τραβηχτούν στα φύκια, για να βγάλουν τα κυδώνια. Εκεί πρέπει να σκάψουν βαθιά και γι’ αυτό περνούν από το ίδιο μέρος δυο και τρεις φορές μέχρι να ξεριζώσουν τα φύκια, να σπάσουν τις πίνες, να σκοτώσουν τα μαμούνια, να διώξουν τους κίτρινους κωβιούς, τις γαριδούλες, τα λαπίνια, τους αχινούς, τους γρύλους και να μείνει πίσω κρανίου τόπος.

 

Χτένια, καλόγνωμες και καλογριές βρίσκονται και πάνω στις καπαλιές. Οι καπαλιές είναι σωροί από ψόφια στρείδια και άλλα όστρακα, που κάποτε έζησαν στα βαθιά του Κόλπου και για άγνωστους λόγους ψόφησαν. Τα νεκρά όστρακα χρησίμευσαν στη φύση για να οικοδομηθούν ανεπανάληπτοι βιότοποι στον λασπώδη βυθό. Κάποτε οι καπαλιές έβριθαν από ζωή θρέφοντας τα καλύτερα ψάρια του βυθού, τα μεγαλύτερα λιθρίνια, τις μεγαλύτερες μουρμούρες, τις μεγαλύτερες κουτσομούρες, τους νοστιμότερους κακαρέλους, τους ωραιότερους χάνους του Αιγαίου. Κι εδώ οι λαγκάμνες έκαναν το θαύμα τους. Τα βυθόμετρα της σύγχρονης τεχνολογίας εύκολα τις εντοπίζουν κι αναθέτουν ύστερα στα συρόμενα σίδερα να τις διαλύσουν, να τις σκορπίσουν, να τις εξαφανίσουν, όπως κάνουν οι φανατισμένοι στρατοί στις εχθρικές πόλεις.

 

Εκεί όμως που γίνεται το μεγαλύτερο έγκλημα είναι οι δραγάνες. Οι δραγάνες (ατραγάνες) είναι το μεγάλο ατού του Κόλπου μας. Είναι κοραλλιογενείς εξάρσεις του βυθού, σε διάφορα σημεία του οικοσυστήματος, που πάνω τους συγκεντρώνονται απίθανης βιοποικιλότητας οργανισμοί, για να σχηματιστεί στη συνέχεια μια πολυπλοκότατη διατροφική αλυσίδα. Οι πολύποδες όμως και οι ασβεστολιθικοί σχηματισμοί τους είναι πολύ ευαίσθητοι και δεν ανέχονται ανθρώπινες οχλήσεις. Στους κοραλλιογενείς υφάλους των θερμών θαλασσών δεν επιτρέπεται ούτε άγκυρα να ρίξουν τα πλοία. Εδώ, στις δικές μας δραγάνες, επιτρέπεται να ρίχνουμε τις λαγκάμνες, για να μαζέψουμε καλογριές και καλόγνωμες, αδιαφορώντας για τη ζημιά που γίνεται. Καταστρέφονται ανεπανόρθωτα οικοσυστήματα, που θα έπρεπε να μένουν ανέπαφα, γιατί η φύση πρόβλεψε να αποτελούν τα εκτροφεία, από τα οποία θα εμπλουτίζονται οι άλλοι, λιγότερο ευνοημένοι χώροι του Κόλπου. Αντ’ αυτού, η πλεονεξία για το σήμερα και η αδιαφορία για το αύριο συμπράττουν κι αφήνουν πίσω τους έρημα τοπία

 

Στο λόγο υπάρχει και πρέπει να υπάρχει και ο αντίλογος. Έτσι, στις αρνητικές επικρίσεις πρέπει να ακολουθούν πάντα οι θετικές προτάσεις. Οι επικρίσεις βοηθούν στην ανίχνευση του προβλήματος, οι προτάσεις δίνουν λύσεις. Ο αντίλογος λοιπόν λέει πως και οι σημερινοί άνθρωποι πρέπει να ζήσουν, άρα να εκμεταλλευτούν τα όστρακα του βυθού. Και οι λαγκάμνες αυτό κάνουν επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια.

 

Υπάρχει όμως ένα αλλά. Όλα αυτά τα χρόνια οι λαγκάμνες σύρονταν με τα χέρια. Προσωπικά πρόλαβα και είδα με τα μάτια μου τον χειροκίνητο ξύλινο μάγγανο, που τύλιγε το σχοινί και έσερνε τη λαγκάμνα σε απόσταση λίγων μέτρων. Η ζημιά στον βυθό ήταν τότε πολύ μικρή, για να προφταίνει η φύση να επουλώνει τις πληγές της. Τα δεκάδες και εκατοντάδες άλογα των σημερινών μηχανών δεν συγκρίνονται. Σήμερα δεν γίνεται εκμετάλλευση, γίνεται ληστεία της θάλασσας.

 

Η τεχνολογία της εποχής μας δίνει λύσεις. Η συλλογή των μυδιών γίνεται με καταδυτικές συσκευές. Το ίδιο μπορεί να γίνεται για όλα τα όστρακα, φτάνει να μην γίνεται κατάχρηση στον τρόπο και στο ποσό της συλλογής. Γιατί συσκευές όπως εκτόξευσης νερού με πίεση μπορεί επίσης να δημιουργήσει προβλήματα στον βυθό. Το οικοσύστημα δεν γίνεται να μας δίνει περισσότερα από όσα μπορεί να αναπληρώσει. Αν αυτό δεν γίνει κανόνας για κάθε εκμετάλλευση της Γης, θα προκαλούμε καταστροφές. Για να μπορεί λοιπόν το οικοσύστημα να δώσει και την επόμενη χρονιά, πρέπει να το αφήσουμε να γεννήσει. Αυτό θα γίνεται, όταν αφήνουμε γεννήτορες και δεν τους καταβροχθίζουμε όλους με τα αυγά τους. Έτσι προκύπτει λογικά και ο περιορισμός του χρόνου οστρακοαλιείας. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και για όλους τους οργανισμούς θαλάσσιους ή στεριανούς. Να ψάξουμε λοιπόν να βρούμε τρόπους, για να μπουν όλ’ αυτά σε κάποια τάξη για το καλό της φύσης και των ανθρώπων και προπάντων για τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής. Και να ξέρουμε πως δεν υπάρχει άλλος πλανήτης για να δεχθεί οχληρούς μετανάστες, όπως οι άνθρωποι.